καταστολιάζω

καταστολιάζω
καταστολιάζω (Μ)
1. φθάνω
2. στρατοπεδεύω
3. εγκαθιστώ στράτευμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταστόλι(ο)ν «τέρμα τής πορείας, άφιξη» + κατάλ. -άζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”